βρόχος — noose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek
βροχός — (I) ο [βρόχος] 1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι 2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος. (II) ο [βρέχω] λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής … Dictionary of Greek
βρόχω — βρόχος noose masc nom/voc/acc dual βρόχος noose masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοι — βρόχος noose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοις — βρόχος noose masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισι — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχοισιν — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχον — βρόχος noose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχου — βρόχος noose masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)