βρόχος

βρόχος
ο
1. σχοινί με θηλιά στη μια άκρη, που χρησιμοποιείται ως αγχόνη: Παλαιότερα, απαγχόνιζαν πολλούς κατάδικους περνώντας στο λαιμό τους έναν τεράστιο βρόχο.
2. όργανο για να πιάνουν άγρια ζώα, λάσο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρόχος — noose masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

  • βροχός — (I) ο [βρόχος] 1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι 2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος. (II) ο [βρέχω] λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής …   Dictionary of Greek

  • βρόχω — βρόχος noose masc nom/voc/acc dual βρόχος noose masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοι — βρόχος noose masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοις — βρόχος noose masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοισι — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοισιν — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχον — βρόχος noose masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχου — βρόχος noose masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”